Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Ο αργός θάνατος του ποιητή ...


Βαρλάμ Σαλάμοφ Τσέρι Μπράντι ή ο αργός θάνατος του ποιητή



Ο ποιητής αργοπέθαινε. Οι μεγάλες, πρησμένες από την πείνα φλέβες των χεριών με τα λευκά, δίχως αίμα, δάχτυλα και τα μεγάλα νύχια, ακουμπούσαν στο στήθος, μη θέλοντας να προστατευτούν από την παγωνιά. Παλιά τα έχωνε πάνω στην κοιλιά του, πάνω στο γυμνό κορμί του, τώρα όμως εκεί δεν ήταν πια ζεστά. Από καιρό του είχαν κλέψει τα γάντια × για να κλέψει κανείς θα πρέπει να ήταν απλά θρασύς, έκλεβαν τα πάντα μέρα μεσημέρι. Ο χλομός ηλεκτρικός ήλιος, βρωμισμένος από μύγες και στερεωμένος μέσα σε ένα στρογγυλό πλέγμα, ήταν καρφωμένος ψηλά στο ταβάνι. Το φως έπεφτε στα πόδια του ποιητή, - ήταν ξαπλωμένος σα σε φέρετρο, στο σκοτεινό βάθος της κάτω σειράς των διώροφων ξυλοκρέβατων. Κατά διαστήματα τα δάχτυλα των χεριών του κουνιόνταν, λες και χτυπούσαν καστανιέτες και ψαχούλευαν το κουμπί, την κουμπότρυπα, την τρύπα στον επενδυτή, έκαναν πως μαλώνουν και μετά ξανάμεναν ακίνητα. Ο ποιητής αργοπέθαινε για τόσο μεγάλο διάστημα που δεν καταλάβαινε πια ότι πεθαίνει. Κάποιες στιγμές, επώδυνα και σχεδόν ορατά περνούσε από το μυαλό του κάποια απλή μα δυνατή σκέψη – ότι του είχαν κλέψει το ψωμί, το οποίο είχε βάλει κάτω από το προσκεφάλι του. Και αυτό ήταν τόσο οδυνηρό που ήταν έτοιμος να μαλώσει, να βρίσει, να πλακωθεί στο ξύλο, να αναζητήσει τον ένοχο, να το αποδείξει. Δεν είχε όμως δυνάμεις για όλα αυτά κι έτσι η σκέψη για το κλεμμένο ψωμί έφευγε . . . Και αμέσως άρχιζε να σκέφτεται για κάτι άλλο, για το ότι όλους πρέπει να τους μεταφέρουν δια θαλάσσης αλλά για κάποιο λόγο το ατμόπλοιο καθυστερεί και τι καλά που αυτός είναι εδώ. Και έτσι εύκολα και άστατα άρχιζε να σκέφτεται για το μεγάλο εκ γεννητής σημάδι στο πρόσωπο του θαλαμοφύλακα του παραπήγματος. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σκεφτόταν τα γεγονότα εκείνα που αποτελούσαν τη ζωή του εδώ. Τα οράματα, που έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια, δεν ήταν τα οράματα της παιδικής ηλικίας, της νιότης, της επιτυχίας. Όλη του τη ζωή βιαζόταν. Ήταν θαυμάσιο που τώρα δεν βιαζόταν πια, που μπορούσε να σκέφτεται αργά. Αλλά και χωρίς να βιάζεται πια σκεφτόταν την μεγάλη μονοτονία των προθανάτιων κινήσεων, για εκείνα που αντιλήφθηκαν και περιέγραψαν οι γιατροί πριν από τους καλλιτέχνες και τους ποιητές. Το πρόσωπο του Ιπποκράτη είναι η προθανάτια μάσκα του ανθρώπου – αυτό είναι γνωστό σε κάθε φοιτητή της ιατρικής σχολής. Αυτή η μυστηριώδης μονοτονία των προθανάτιων κινήσεων ήταν η αφορμή που ώθησε τον Φρόιντ να κάνει τις πιο τολμηρές υποθέσεις. Η μονοτονία, η επανάληψη – να πια είναι η υποχρεωτική βάση της επιστήμης. Αυτό που στο θάνατο είναι μοναδικό, αναζητούσαν όχι οι γιατροί, αλλά οι ποιητές. Ήταν ευχάριστο να συνειδητοποιεί ότι μπορεί ακόμη να σκέφτεται. Η τάση προς εμετό που προκαλεί η μόνιμη πείνα είχε γίνει οικεία από καιρό. Και όλα ήταν ισότιμα  - ο Ιπποκράτης, ο θαλαμοφύλακας και το δικό του βρώμικο νύχι. Η ζωή πότε έφευγε και πότε ξαναγυρνούσε, αργοπέθαινε. Η ζωή όμως εμφανίστηκε και πάλι, τα μάτια άνοιξαν, σκέψεις ήρθαν στο μυαλό του. Το μόνο που δεν εμφανίστηκε ξανά ήταν επιθυμίες. Εδώ και καιρό ζούσε στον κόσμο εκείνο, όπου συχνά υποχρεώνεσαι να επαναφέρεις στη ζωή ανθρώπους – με τεχνητή αναπνοή, γλυκόζη, καμφορά, καφεΐνη. Ο νεκρός επανέρχεται στη ζωή. Και γιατί όχι άλλωστε; Εκείνος, άραγε, πίστευε στην αθανασία, στην αληθινή ανθρώπινη αθανασία; Συχνά σκεφτόταν ότι απλά δεν υπάρχει καμία βιολογική αιτία που να εμποδίζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια . . . Τα γερατειά είναι απλά μια ιάσιμη ασθένεια, κι αν δεν υπήρχε αυτή η ανεπίλυτη μέχρι τη στιγμή τούτη παρεξήγηση, αυτός θα μπορούσε να ζήσει αιώνια. Ή τουλάχιστον μέχρι να κουραστεί. Δεν είχε όμως κουραστεί καθόλου από τη ζωή. Ακόμη και τώρα, εδώ, σ’ αυτό το παράπηγμα των εξόριστων, στο «τμήμα μεταγωγών», πόσο γλυκά μιλούσαν οι κάτοικοι του. Ήταν ο προθάλαμος της φρίκης, δεν ήταν όμως η ίδια η φρίκη. Απεναντίας, εδώ υπήρχε το πνεύμα της ελευθερίας και αυτό γινόταν αντιληπτό απ’ όλους. Μπροστά του είχε το στρατόπεδο, πίσω του, την φυλακή. Αυτός ήταν ο κόσμος «καθ’ οδόν», και ο ποιητής το γνώριζε πολύ καλά. Υπήρχε ακόμη ο δρόμος της αθανασίας, ο δρόμος του Τιούτσεφ:

Ευλογημένος ‘κείνος που ‘ρθε στον κόσμο τούτο
Στις μοιραίες του στιγμές

Αν όμως κι εκείνος, όπως φαίνεται, δεν θα γίνει αθάνατος με την ανθρώπινη μορφή, σαν φυσικό πρόσωπο – μονάδα, τουλάχιστον έχει εξασφαλίσει την αθανασία ως δημιουργός. Τον αποκάλεσαν πρώτο ρώσο ποιητή του εικοστού αιώνα, και συχνά σκεφτόταν, ότι όντως έτσι είχαν τα πράγματα. Πίστευε στην αθανασία των ποιημάτων του. Δεν είχε μαθητές, αλλά μήπως οι ποιητές τους αντέχουν; Έγραφε και πρόζα – κακή, έγραψε και άρθρα. Μόνο όμως στα ποιήματα ανακάλυψε κάτι καινούριο για την ποίηση, σημαντικό, όπως νόμιζε πάντα. Έζησε όλη την προηγούμενη ζωή του μέσα στη λογοτεχνία, στα βιβλία, στα παραμύθια, στα όνειρα και μόνο η σημερινή μέρα ήταν για εκείνον το διάστημα που έζησε  την πραγματική ζωή.

Οσίπ Μαντελστάμ (1891 - 1938)



Όλα αυτά τα σκεφτόταν όχι με διάθεση αντιδικίας, αλλά ήρεμα, κάπου βαθιά μέσα του. Οι σκέψεις αυτές δεν είχαν πάθος. Η αδιαφορία τον είχε κυριεύσει από καιρό. Όλα αυτά ήταν πια ανοησίες, «ποντίκια που τρέχουν πανικόβλητα» εν συγκρίσει με την αβάσταχτη δυσκολία της ζωής. Απορούσε μάλιστα που μπορεί ακόμη να σκέφτεται τα ποιήματα, όταν όλα πια είχαν τελειώσει, πράγμα που ο ίδιος το γνώριζε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Σε ποιον άραγε να χρειάζεται εδώ, με ποιον μπορεί να συγκριθεί; Όλα αυτά έπρεπε να κατανοηθούν κι έτσι εκείνος περίμενε . . . και κατάλαβε.

Εκείνες τις στιγμές που η ζωή επέστρεφε στο κορμί του και τα μισάνοιχτα θολά του μάτια άρχιζαν ξαφνικά να βλέπουν γύρω τους, τα βλέφαρα τρεμόπαιζαν και τα δάχτυλα κουνιόνταν, επέστρεφαν και οι σκέψεις, για τις οποίες δεν ήθελε να σκεφτεί ότι είναι οι τελευταίες.

Η ζωή επανέρχονταν πάντα σαν αυταρχική νοικοκυρά: δεν την καλούσε ο ίδιος, και παρόλα αυτά εκείνη επέστρεφε στο κορμί του, στον εγκέφαλό του, επέστρεφε σαν ποιήματα, σαν έμπνευση. Και η σημασία αυτής της λέξης για πρώτη φορά του αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο. Τα ποιήματα είναι εκείνη η ζωοδόχος δύναμη με την οποία ζούσε. Δεν ζούσε για τα ποιήματα, ζούμε με τα ποιήματα.

Τώρα όλα ήταν τόσο προφανές και αισθητό ότι η έμπνευση είναι η ίδια η ζωή × λίγο πριν τον θάνατο  του δόθηκε η ευκαιρία να μάθει ότι η ζωή είναι έμπνευση, κυρίως έμπνευση.

Κι ένιωσε πολύ χαρούμενος που μπόρεσε να μάθει αυτή την τελευταία αλήθεια.

Όλα, ο κόσμος ολάκερος εξισώθηκε με τα ποιήματα: η δουλειά, η χλαπαταγή των αλόγων, το σπίτι, το πουλί, ο βράχος, ο έρωτας – όλη η ζωή έμπαινε εύκολα στα ποιήματα και εκεί βολευόταν άνετα. Και έτσι έπρεπε να είναι, αφού τα ποιήματα ήταν ο λόγος.

Οι στροφές έβγαιναν και τώρα πολύ εύκολα η μία μετά την άλλη, και, παρόλο που από καιρό τώρα δεν έγραφε και δεν μπορούσε να καταγράψει τα ποιήματά του, παρόλα αυτά τα λόγια αποκτούσαν εύκολα κάποιον δεδομένο και κάθε φορά ασυνήθιστο ρυθμό. Ο ρυθμός ήταν αναζητητής, μαγνητικό εργαλείο αναζήτησης των λέξεων και των εννοιών. Κάθε λέξη ήταν ένα μέρος του κόσμου, ανταποκρινόταν στον ρυθμό και ο κόσμος ολάκερος περνούσε με την ταχύτητα κάποιου ηλεκτρονικού μηχανήματος. Όλες φώναζαν: πάρε κι εμένα. Όχι, εμένα. Δεν χρειαζόταν να ψάξει τίποτα. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να πετάει. Λες και εδώ υπήρχαν δύο άνθρωποι – εκείνος, ο οποίος συνθέτει, ο οποίος άφησε ελεύθερη την φλυαρία του, και ο άλλος, εκείνος ο οποίος επιλέγει και από καιρό εις καιρόν σταματάει την μηχανή που δουλεύει. Και, βλέποντας ότι αυτός – είναι δύο άνθρωποι, ο ποιητής κατάλαβε ότι τώρα και μόνο τώρα γράφει πραγματικά ποιήματα.  Και τι έγινε που δεν γράφτηκαν στο χαρτί; Να γράφεις στο χαρτί, να δημοσιεύεις – όλα αυτά είναι ματαιότης ματαιοτήτων. Όλα όσα γεννιούνται ιδιοτελώς δεν είναι και τα καλύτερα. Το καλύτερο είναι εκείνο που δεν γράφτηκε στο χαρτί, που δημιουργήθηκε και εξαφανίστηκε, που χάθηκε δίχως ν’ αφήσει ίχνη, και μόνο η χαρά της δημιουργίας, την οποίο νιώθει ο ίδιος και την οποία αποκλείεται να την μπερδέψει με οτιδήποτε άλλο, αποδεικνύει ότι το ποίημα γράφτηκε, ότι είναι θαυμάσιο το ότι γράφτηκε. Μήπως όμως λαθεύει; Μήπως η χαρά της δημιουργίας του δεν είναι αλάθητη;

Θυμήθηκε πόσο άσχημα, πόσο ποιητικά αδύναμα ήταν τα τελευταία ποιήματα του Μπλοκ και πως ο Μπλοκ δεν το καταλάβαινε αυτό . . .

Ο ποιητής υποχρέωσε τον εαυτό του να σταματήσει. Αυτό ήταν πιο εύκολο να το κάνει εδώ, παρά στο Λένινγκραντ ή την Μόσχα.

Εδώ έπιασε τον εαυτό του να μην σκέφτεται από καιρό για οτιδήποτε. Η ζωή έφυγε και πάλι από μέσα του.

Για ώρες πολλές παρέμεινε ακίνητα ξαπλωμένος και ξαφνικά είδε λίγο πιο μακριά κάτι που έμοιαζε με τόξο ή γεωλογικό χάρτη. Ο χάρτης ήταν βωβός και με μεγάλη προσπάθεια ήθελε να καταλάβει τι απεικόνιζε. Πέρασε ώρα πολλή, μέχρι που να καταλάβει ότι ήταν τα ίδια του τα δάχτυλα. Στις άκρες των δαχτύλων του είχαν απομείνει οι καφετιές κηλίδες από τα τσιγάρα που κάπνισε, που βύζαξε – στο προσκεφάλι μου φαινόταν καθαρά το δαχτυλοσκοπικό σκίτσο, σαν σχέδιο κορυφογραμμής. Το σκίτσο ήταν όμοιο και για τα δέκα δάχτυλα – ομόκεντροι κύκλοι που έμοιαζαν με τομή από κορμό δέντρου. Τότε θυμήθηκε πως κάποτε, στην παιδική του ηλικία, τον είχε σταματήσει στη λεωφόρο ένας κινέζος που δούλευε στο γειτονικό καθαριστήριο, το οποίο βρισκόταν στο υπόγειο του σπιτιού όπου είχε μεγαλώσει. Ο κινέζος τυχαία του έπιασε το ένα χέρι, μετά το άλλο, γύρισε τις χούφτες προς τα πάνω και εκστατικός φώναξε κάτι στην γλώσσα του. Απ’ ότι αποδείχτηκε αργότερα, είχε πει ότι ο μικρός θα είναι ευτυχισμένος, αφού διαθέτει προς τούτο ένα ασφαλές σημάδι. Αυτό το σημάδι της ευτυχίας ο ποιητής το θυμόταν πολλές φορές, ιδιαίτερα συχνά όμως όταν τύπωσε το πρώτο του βιβλίο. Τώρα θυμόταν τον κινέζο δίχως κακία και δίχως ειρωνική διάθεση – του ήταν όλα αδιάφορα.


Το κυριότερο ήταν ότι δεν είχε πεθάνει ακόμη. Τι σημαίνει όμως: πέθανε σα ποιητής; Κάτι το παιδικά αθώο θα πρέπει να έχει αυτός ο θάνατος. Ή κάτι το επιτηδευμένο, το θεατρικό, όπως στο θάνατο του Γιεσένιν και του Μαγιακόφσκι.

Πέθανε σαν ηθοποιός – αυτό είναι κατανοητό κάπως. Αλλά τι θα πει πέθανε σα ποιητής;

Ναι, κάτι είχε καταλάβει για το τι τον περίμενε. Στο τμήμα μεταγωγών είχε προλάβει να καταλάβει και να μαντέψει πολλά. Και ήταν χαρούμενος, χαιρόταν ήρεμα για την αδυναμία του και ήλπιζε ότι θα πεθάνει. Θυμήθηκε μια παλιά διαμάχη που είχε στη φυλακή: τι είναι χειρότερο: η φυλακή ή το στρατόπεδο; Κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια, τα επιχειρήματα ήταν θεωρητικά, ενώ ο άνθρωπος που μεταφερόταν από το στρατόπεδο στη φυλακή απλά χαμογελούσε με σκληρότητα. Θυμόταν για πάντα το χαμόγελο αυτού του ανθρώπου, σε τέτοιο βαθμό που φοβόταν να θυμάται.

Σκεφτείτε πόσο επιδέξια θα ξεγελάσει όλους εκείνους που τον έφεραν εδώ, αν πεθάνει τώρα – για δέκα ολόκληρα χρόνια. Πριν από μερικά χρόνια ήταν εξόριστος και γνώριζε ότι έχει καταγραφεί για πάντα στους ειδικούς καταλόγους. Για πάντα; Τα όρια μπερδεύτηκαν, τα λόγια έχασαν το νόημα τους.

Ένιωσε και πάλι την πλημμυρίδα των δυνάμεών του, μια πλημμυρίδα σαν εκείνη της θάλασσας. Μια πλημμυρίδα που κράτησε ώρες. Και μετά η άμπωτης. Η θάλασσα όμως δεν φεύγει για πάντα μακριά μας. Θα συνέλθει κι αυτός.

Άξαφνα θέλησε να φάει, δεν είχε όμως τις δυνάμεις να κινηθεί. Αργά και με δυσκολία θυμήθηκε ότι έδωσε τη σημερινή του σούπα στον γείτονα, ότι το κύπελλο με το ζεστό νερό ήταν τώρα πια η μοναδική του τροφή για την τελευταία του μέρα. Εκτός από το ψωμί, φυσικά. Το ψωμί όμως το μοίρασαν πριν από πολλές ώρες. Το χθεσινό του το είχαν κλέψει. Κάποιος είχε ακόμη δυνάμεις να κλέβει.

Έμεινε λοιπόν ξαπλωμένος δίχως να σκέφτεται τίποτα μέχρι που ήρθε το πρωί. Το ηλεκτρικό φως έγινε πιο κίτρινο και έφεραν πάνω σε ταψιά ψωμί, έτσι όπως έκαναν κάθε μέρα.

Δεν ανησυχούσε όμως, δεν κοιτούσε την κόρα, δεν έκλαιγε, αν δεν έφτανε η κόρα γι’ αυτόν, δεν έχωνε στο στόμα του με τρεμάμενα δάχτυλα την ψίχα και η ψίχα να λιώνει στο στόμα του, τα ρουθούνια του ήταν πρησμένα και με όλες του τις αισθήσεις ένιωθε την γεύση και την μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ψωμιού. Η ψίχα όμως δεν ήταν στο στόμα του, παρόλο που δεν είχε προλάβει όχι μόνο να καταπιεί μια γουλιά αλλά ούτε καν να κουνήσει τα χείλη του. Το κομμάτι του ψωμιού έλιωνε, εξαφανίστηκε και αυτό ήταν θαύμα – ένα από τα πολλά θαύματα που συμβαίνουν εδώ. Όχι, τώρα πια δεν ανησυχούσε. Όταν όμως του απώθησαν στα χέρια το σημερινό προσφάι, το άρπαξε με τα δίχως αίμα δάχτυλα του και έφερε το ψωμί στο στόμα του. Μασούσε το ψωμί με τα σαπισμένα του δόντια, τα ούλα μάτωναν, τα δόντια κουνιόνταν, εκείνος όμως δεν ένιωθε τον πόνο. Με όσες δυνάμεις του απέμεναν έφερνε το ψωμί στο στόμα του, το έχωνε μέσα, το μασούσε, το κατάπινε . . . Τον σταμάτησαν οι συγκάτοικοί του . . .

Μην το τρως όλο, καλύτερα να το φας αργότερα . . . Τότε ο ποιητής κατάλαβε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, δίχως να αφήνει το ματωμένο από τα βρώμικα, μελανά του δάχτυλα, ψωμί.

Πότε αργότερα; - είπε με φωνή καθάρια. Κι έκλεισε τα μάτια του.

Λίγο πριν βραδιάσει πέθανε.


Τον διέγραψαν από τις καταστάσεις μετά από δύο ημέρες – οι επινοητικοί συγκάτοικοι του κατόρθωσαν να παίρνουν το μερίδιο του σε ψωμί για δύο ακόμη μερόνυχτα × ο νεκρός σήκωνε το χέρι, σαν μαριονέτα. Πάει να πει, πέθανε νωρίτερα από την ημερομηνία θανάτου που γράφουν στα χαρτιά – ένα σημαντικό στοιχείο για τους μελλοντικούς του βιογράφους.
Βαρλάμ Σαλάμοφ
Ένας ενοχλητικός αυτόπτης μάρτυρας


1958

Μτφ: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 

ΠΗΓΗ: samizdat project






Blondie

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου