Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Το τραγούδι της Αρετούσας

 "Για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραγμάτων..."


" ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ - ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ"
του Βιτσέντζου Κορνάρου

ΜΟΥΣΙΚΗ: Νίκος Μαμαγκάκης


ΤΟ ΕΠΟΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΕΙ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ ΗΡΩΙΚΗΣ - ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΚΡΗΤΗΣ - ΑΘΗΝΑΣ


O ποιητής του αφηγηματικού ποιήματος «Ερωτόκριτος» Βιτσέντζος Κορνάρος (1553 - 1614) ήταν Έλληνας από την Σητεία της Κρήτης. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της αναγεννησιακής λογοτεχνίας της Κρήτης, συγγραφέας και του θρησκευτικού δράματος «Η θυσία του Αβραάμ».
Ο "Ερωτόκριτος" ανήκει στην κατηγορία των επικών ποιημάτων και θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Τον τίτλο του τον έχει πάρει από τον Ερωτόκριτο, το κύριο πρόσωπο του έργου, το οποίο υποδηλώνει «αυτόν που έχει κριθεί από τον Έρωτα».

Ο «Ερωτόκριτος» είναι ένα επικό, αφηγηματικό ποίημα δέκα χιλιάδων δώδεκα (10.012) δεκαπεντασύλλαβων στίχων. Η γλώσσα του είναι το Κρητικό ιδίωμα, αλλά επεξεργασμένο έτσι ώστε να καταστεί εξαιρετικό λογοτεχνικό όργανο, και η στιχουργία στηρίζεται μεν στο δημοτικό τραγούδι, ταυτόχρονα όμως διαφοροποιείται αρκετά. Το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλον τον 17ο αι. Η πρώτη έντυπη έκδοσή του έγινε στην Βενετία το 1713. Η διάδοση του έπους υπήρξε τεράστια, σε όλες τις Περιοχές όπου ζούσε τότε ο Ελληνισμός. Ο Κοραής χαρακτηρίζει τον Κορνάρο «Όμηρο της λαϊκής φιλολογίας» και το έπος του λειτούργησε για τους νεώτερους ποιητές ως σημείο αναφοράς και αστείρευτη πηγή Ελληνικότητας.

Υπόθεση και μέρη του «Ερωτόκριτου»

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα:
"εις την Αθήνα, που ήτονε τση μάθησις η βρώσις
και το θρονί της αρετής κι ο ποταμός τση γνώσης..." (στ. 25-26, Α΄μέρους). Η εποχή όμως που περιγράφει αποτυπώνει ένα ιπποτικό πνεύμα, που το γνωρίσαμε κυρίως μέσω της επανεμφανίσεώς του στη Δύση... Το έπος συνδέει μυστηριακά την Κρήτη με την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το έπος χωρίζεται σε πέντε μέρη και η υπόθεση είναι συνοπτικά η εξής:

Α΄ Μέρος: Στίχοι: 1 - 2216
Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Άρτεμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του Πεζόστρατου, πιστού συμβούλου του βασιλιά, ο Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στέλνει 10 στρατιώτες του για να τον συλλάβουν, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους 2 στρατιώτες του βασιλιά και λαβώνει τους άλλους 8. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.

Β΄ Μέρος: Στίχοι: 1 - 2464
Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος αναδεικνύεται νικητής.

Γ΄ Μέρος: Στίχοι: 1 - 1760
Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το "θράσος" του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.

Δ΄ Μέρος: Στίχοι: 1 - 2022
Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.

Ε΄ Μέρος: Στίχοι: 1 - 1550
Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ενώνεται οριστικά με την Αρετούσα και ανεβαίνει στον θρόνο της Αθήνας.








77 καλλιτέχνες, 40 διαφορετικά σημεία της Αττικής και ο «Ερωτόκριτος» συνθέτουν τον καμβά της δράσης και της δημιουργίας του «εναλλακτικού» video «Παίζουμε Οικολογικά -- Ζούμε Λογικά -- Ενεργούμε Ομαδικά»!


Η πρωτοβουλία μας αυτή στηρίζεται στην πεποίθηση, ότι η τέχνη και κυρίως η μουσική, έχει τη δύναμη να εμπνεύσει και κυρίως να ενώσει τους ανθρώπους σ' έναν κοινό αγώνα.

Έτσι, δημιουργήσαμε αυτό το video, θέλοντας να δώσουμε το δικό μας μήνυμα για αφύπνιση, εγρήγορση, ευαισθητοποίηση και δράση για τη διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος -- της ίδιας μας της ζωής. Γιατί όταν λέμε περιβάλλον, δεν εννοούμε μόνο το φυσικό, αλλά και το κοινωνικό και πολιτισμικό!

Στα πλαίσια αυτά λοιπόν επιλέξαμε τον "Ερωτόκριτο". Αυτό το λογοτεχνικό σύμβολο, το αριστούργημα της ελληνικής και κατ' επέκταση της παγκόσμιας λογοτεχνίας.Η άψογα δουλεμένη στιχουργική του, ο βαθύς λυρισμός, η ζωντανή του γλώσσα, η δύναμη στην περιγραφή, η έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου καθιστούν τον "Ερωτόκριτο" ένα τεράστιο κεφάλαιο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Η επιλογή των χώρων που διεξήχθησαν τα γυρίσματα στηρίχθηκε στην προσπάθειά μας, να προβάλλουμε σημαντικούς χώρους «πράσινου» της Αττικής, ακόμα και μέσα στην Αθήνα (σε πολλές περιπτώσεις άγνωστους για πολλούς Αθηναίους), τους οποίους πρέπει να προστατέψουμε και να διατηρήσουμε, αλλά και σημεία της Αθήνας, πόλο έλξης όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά και για τους ξένους.

Ταυτόχρονα, με έμμεσες οικολογικές αναφορές (προβολή εναλλακτικών πηγών ενέργειας, χρήση τραμ, «μπλε» κάδους, ανακύκλωση αυτοκινήτων κ.λπ) προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τις εναλλακτικές στάσεις και συμπεριφορές, που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε στην καθημερινότητά μας.

Η πιο σημαντική πτυχή αυτής της δράσης ήταν οι άνθρωποι.. Οι καλλιτέχνες και όλοι όσοι πίστεψαν στο σκοπό μας και θέλησαν να γίνουν αρωγοί σ' αυτή την προσπάθεια, με την εθελοντική συμμετοχή τους και να μας εμπνεύσουν με το δικό τους τρόπο.

Είναι σαφές, ότι μόνο μέσα από συλλογικές προσπάθειες και ομαδικές δράσεις θα καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε την "αλλαγή" και να κρατήσουμε την ελπίδα ζωντανή στο σημερινό "αδιέξοδο" που βιώνουμε όλοι. Ας αναλάβουμε λοιπόν τις ατομικές μας ευθύνες και ας ενώσουμε τις φωνές μας, όπως τις ένωσαν οι 77 αυτοί καλλιτέχνες, για να ξανακερδίσουμε το δικαίωμα στο όνειρο, για μας και τα παιδιά μας!

Ευχόμαστε να μην ανάψουν άλλες σπίθες στα δάση μας, αλλά να φουντώσει η φωτιά που άναψε πριν λίγο καιρό στις πλατείες !

Εμείς θα συνεχίσουμε να «Παίζουμε Οικολογικά» , να «ζούμε λογικά» και να «ενεργούμε ομαδικά»!
blacky cat





Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Τα μοναχικά βήματα

 Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την βρούμε; 


"GUERNICA - PICASSO"

Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ' τα χρόνια...
..........
Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα... 
                                                                             ..........
Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δυό πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ. 
                                                                             ..........
Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε. 
                                                                            ..........
Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ' το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ' τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό. 
                                                                           ..........
Όλα θολά συγκεχυμένα... Οι άλλοι φτιάχνουν απο μας ενα πρόσωπο για δική τους χρήση... ποιοί είμαστε; ... άγνωστο... και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ' τον αληθινό εαυτό μας. 
                                                                          ..........
Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία. 
                                                                          ..........
Το θεικό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδω και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδι και με συμβουλεύει στον ύπνο μου... μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι; 
                                                                         ..........
Ω γεννιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους... μείναμε στη μέση... η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ' όλα τα ρολόγια. 
                                                                         ..........
Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο; 
                                                                         ..........  
Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της... 
                                                                         ..........
Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε... μιά θλίψη τ' απογεύματα σαν άρωμα απο παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ' όλη τη ζωή. 
                                                                        ..........
Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ' ακούμπισε εκεί μιά μακρυνή τρικυμία, τα στήθη σου δυό μικρά ηλιοτρόπια μες τ' αλησμόνητο πρωινό. 
                                                                        ..........
Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δυό. 
                                                                        ..........
Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ' έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια απο παλιές συνομωτικές μέρες... 
                                                                        ..........
Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα... 
                                                                        ..........
Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση... ενώ στο βάθος του δειλινού οι δυό οργανοπαίχτες με τ' ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική...
.................................................................................................

Λειβαδίτης Τάσος





blacky cat

Ο ήλιος και η ηλιαχτίδα μου


Βλέπω πίσω στον χρόνο ....  Την ζωή μου από την αρχή ...
Παίρνω την πένα μου ... 
χωρίς να σκέφτομαι γράφω ...
~ ~ ~
 ίσως αν διάβαζα τις λέξεις που γράφω !! στο μουσκεμένο χαρτί να με ήξερα καλύτερα ..
 να με ήξερα όσο με ξέρεις εσύ ...
 που με διαβάζεις ...
~ ~ ~
 Δεν το έκανα για να με παρασύρουν .. εκεί που θέλουν οι λέξεις ...
 Δεν φοβάμαι ...
 Δεν κλείνω τα μάτια απλά ακολουθώ πάντα ... 
Το πεπρωμένο μου ...
~ ~ ~ 
Γιατί ξέρω ότι είναι αδύνατον να το αποφύγω ... 
Δεν ξέρω αν μπορώ να το αντιμετωπίσω .. ξέρω ότι μπορώ να το απολαύσω ... 
Θέλω να μάθω ... πριν να είναι αργά ... 
Νιώθω ... άρα υπάρχω ... αγγίζω ... βλέπω ... 
~ ~ ~
Όπως εχτές είδα το ουράνιο τόξο ... Τα χρώματά του με γέμισαν αισιοδοξία για το μέλλον μου ... 
Μου θύμισαν το παρελθόν μου .... 
Και το παρόν ήταν εδώ δίπλα μου και μου έσφιγγε το χέρι ... 
Χάιδεψα ασυναίσθητα το σβήσιμό του ... δάκρυσα ... 
~ ~ ~
Πολύ λίγο χρόνο ζωής καημένο ουράνιο τόξο ... Η χαρά σου διαρκεί δευτερόλεπτα .... 
Και όμως ευχαριστημένο κρύφτηκες που σου δόθηκε μια ευκαιρία ακόμη ... 
Να αγκαλιάσεις τον ουρανό για μια ακόμη φορά ... 
Εγώ θα σε θυμάμαι τουλάχιστον γι αυτή την στιγμή σου ... Για να θυμάμαι πόσο ευτυχισμένη ήμουν ...
~ ~ ~
 Που σε άγγιξα ... 
~ ~ ~
Ακόμη κάτι που με κάνει να αγαπώ την βροχή ... Το αγκάλιασμα ... το άγγιγμα ... 
Τώρα μέσα από την βροχή .. βλέπω το παρόν μου ! σαν ηλιαχτίδα να ξεπροβάλει .. 
Άρωμα αγάπης ... Αληθινής ... 
~ ~ ~
Τώρα μέσα από την βροχή .. βλέπω το παρόν μου ! σαν ηλιαχτίδα να ξεπροβάλει 
.. ξανά .... και ν ακουμπάει δυο καρδιές στα χέρια μου !! Ο ήλιος μου και η ηλιαχτίδα μου ...
 .... Ξεκάθαρο .... το πόσο ... Σας αγαπώ !!!!! 
το ήξερα πριν σας γνωρίσω .... ... Σας ευχαριστώ ...



Αξημέρωτη νύχτα η Ζωή .... 
Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον Παράδεισο και μπες μέσα ..!






blacky cat

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Το τραγούδι της πλατείας


Το τραγούδι της πλατείας


"Οι φωνές της πλατείας μου έδωσαν την έμπνευση να βάλω την μελωδία.
Το αφιερώνω λοιπόν στην περηφάνια των εξεγερμένων παιδιών της πλατείας."


Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό, 
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς, 
Να 'χει επτά Πρωθυπουργούς, 
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;

Να 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά, 
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε 
τον κλέφτη να γυρεύουνε;


Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχη γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.


Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν 
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί, 
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν 
δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.


Ο Έλληνας δυο δίκαια ασκεί πανελευθέρως, 
συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος.


Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους! 
σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.


Γι' αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια, 
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!


Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα, 
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη...
αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα, 
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.


Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο. 
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, 
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει. 
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.

Θέλει ακόμα –κι αυτό είναι ωραίο– 
να παριστάνει τον ευρωπαίο. 
Στα δυο φορώντας τα πόδια που 'χει 
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι
.
Γιώργιος Σουρής




Ο αργός θάνατος του ποιητή ...


Βαρλάμ Σαλάμοφ Τσέρι Μπράντι ή ο αργός θάνατος του ποιητή



Ο ποιητής αργοπέθαινε. Οι μεγάλες, πρησμένες από την πείνα φλέβες των χεριών με τα λευκά, δίχως αίμα, δάχτυλα και τα μεγάλα νύχια, ακουμπούσαν στο στήθος, μη θέλοντας να προστατευτούν από την παγωνιά. Παλιά τα έχωνε πάνω στην κοιλιά του, πάνω στο γυμνό κορμί του, τώρα όμως εκεί δεν ήταν πια ζεστά. Από καιρό του είχαν κλέψει τα γάντια × για να κλέψει κανείς θα πρέπει να ήταν απλά θρασύς, έκλεβαν τα πάντα μέρα μεσημέρι. Ο χλομός ηλεκτρικός ήλιος, βρωμισμένος από μύγες και στερεωμένος μέσα σε ένα στρογγυλό πλέγμα, ήταν καρφωμένος ψηλά στο ταβάνι. Το φως έπεφτε στα πόδια του ποιητή, - ήταν ξαπλωμένος σα σε φέρετρο, στο σκοτεινό βάθος της κάτω σειράς των διώροφων ξυλοκρέβατων. Κατά διαστήματα τα δάχτυλα των χεριών του κουνιόνταν, λες και χτυπούσαν καστανιέτες και ψαχούλευαν το κουμπί, την κουμπότρυπα, την τρύπα στον επενδυτή, έκαναν πως μαλώνουν και μετά ξανάμεναν ακίνητα. Ο ποιητής αργοπέθαινε για τόσο μεγάλο διάστημα που δεν καταλάβαινε πια ότι πεθαίνει. Κάποιες στιγμές, επώδυνα και σχεδόν ορατά περνούσε από το μυαλό του κάποια απλή μα δυνατή σκέψη – ότι του είχαν κλέψει το ψωμί, το οποίο είχε βάλει κάτω από το προσκεφάλι του. Και αυτό ήταν τόσο οδυνηρό που ήταν έτοιμος να μαλώσει, να βρίσει, να πλακωθεί στο ξύλο, να αναζητήσει τον ένοχο, να το αποδείξει. Δεν είχε όμως δυνάμεις για όλα αυτά κι έτσι η σκέψη για το κλεμμένο ψωμί έφευγε . . . Και αμέσως άρχιζε να σκέφτεται για κάτι άλλο, για το ότι όλους πρέπει να τους μεταφέρουν δια θαλάσσης αλλά για κάποιο λόγο το ατμόπλοιο καθυστερεί και τι καλά που αυτός είναι εδώ. Και έτσι εύκολα και άστατα άρχιζε να σκέφτεται για το μεγάλο εκ γεννητής σημάδι στο πρόσωπο του θαλαμοφύλακα του παραπήγματος. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σκεφτόταν τα γεγονότα εκείνα που αποτελούσαν τη ζωή του εδώ. Τα οράματα, που έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια, δεν ήταν τα οράματα της παιδικής ηλικίας, της νιότης, της επιτυχίας. Όλη του τη ζωή βιαζόταν. Ήταν θαυμάσιο που τώρα δεν βιαζόταν πια, που μπορούσε να σκέφτεται αργά. Αλλά και χωρίς να βιάζεται πια σκεφτόταν την μεγάλη μονοτονία των προθανάτιων κινήσεων, για εκείνα που αντιλήφθηκαν και περιέγραψαν οι γιατροί πριν από τους καλλιτέχνες και τους ποιητές. Το πρόσωπο του Ιπποκράτη είναι η προθανάτια μάσκα του ανθρώπου – αυτό είναι γνωστό σε κάθε φοιτητή της ιατρικής σχολής. Αυτή η μυστηριώδης μονοτονία των προθανάτιων κινήσεων ήταν η αφορμή που ώθησε τον Φρόιντ να κάνει τις πιο τολμηρές υποθέσεις. Η μονοτονία, η επανάληψη – να πια είναι η υποχρεωτική βάση της επιστήμης. Αυτό που στο θάνατο είναι μοναδικό, αναζητούσαν όχι οι γιατροί, αλλά οι ποιητές. Ήταν ευχάριστο να συνειδητοποιεί ότι μπορεί ακόμη να σκέφτεται. Η τάση προς εμετό που προκαλεί η μόνιμη πείνα είχε γίνει οικεία από καιρό. Και όλα ήταν ισότιμα  - ο Ιπποκράτης, ο θαλαμοφύλακας και το δικό του βρώμικο νύχι. Η ζωή πότε έφευγε και πότε ξαναγυρνούσε, αργοπέθαινε. Η ζωή όμως εμφανίστηκε και πάλι, τα μάτια άνοιξαν, σκέψεις ήρθαν στο μυαλό του. Το μόνο που δεν εμφανίστηκε ξανά ήταν επιθυμίες. Εδώ και καιρό ζούσε στον κόσμο εκείνο, όπου συχνά υποχρεώνεσαι να επαναφέρεις στη ζωή ανθρώπους – με τεχνητή αναπνοή, γλυκόζη, καμφορά, καφεΐνη. Ο νεκρός επανέρχεται στη ζωή. Και γιατί όχι άλλωστε; Εκείνος, άραγε, πίστευε στην αθανασία, στην αληθινή ανθρώπινη αθανασία; Συχνά σκεφτόταν ότι απλά δεν υπάρχει καμία βιολογική αιτία που να εμποδίζει τον άνθρωπο να ζει αιώνια . . . Τα γερατειά είναι απλά μια ιάσιμη ασθένεια, κι αν δεν υπήρχε αυτή η ανεπίλυτη μέχρι τη στιγμή τούτη παρεξήγηση, αυτός θα μπορούσε να ζήσει αιώνια. Ή τουλάχιστον μέχρι να κουραστεί. Δεν είχε όμως κουραστεί καθόλου από τη ζωή. Ακόμη και τώρα, εδώ, σ’ αυτό το παράπηγμα των εξόριστων, στο «τμήμα μεταγωγών», πόσο γλυκά μιλούσαν οι κάτοικοι του. Ήταν ο προθάλαμος της φρίκης, δεν ήταν όμως η ίδια η φρίκη. Απεναντίας, εδώ υπήρχε το πνεύμα της ελευθερίας και αυτό γινόταν αντιληπτό απ’ όλους. Μπροστά του είχε το στρατόπεδο, πίσω του, την φυλακή. Αυτός ήταν ο κόσμος «καθ’ οδόν», και ο ποιητής το γνώριζε πολύ καλά. Υπήρχε ακόμη ο δρόμος της αθανασίας, ο δρόμος του Τιούτσεφ:

Ευλογημένος ‘κείνος που ‘ρθε στον κόσμο τούτο
Στις μοιραίες του στιγμές

Αν όμως κι εκείνος, όπως φαίνεται, δεν θα γίνει αθάνατος με την ανθρώπινη μορφή, σαν φυσικό πρόσωπο – μονάδα, τουλάχιστον έχει εξασφαλίσει την αθανασία ως δημιουργός. Τον αποκάλεσαν πρώτο ρώσο ποιητή του εικοστού αιώνα, και συχνά σκεφτόταν, ότι όντως έτσι είχαν τα πράγματα. Πίστευε στην αθανασία των ποιημάτων του. Δεν είχε μαθητές, αλλά μήπως οι ποιητές τους αντέχουν; Έγραφε και πρόζα – κακή, έγραψε και άρθρα. Μόνο όμως στα ποιήματα ανακάλυψε κάτι καινούριο για την ποίηση, σημαντικό, όπως νόμιζε πάντα. Έζησε όλη την προηγούμενη ζωή του μέσα στη λογοτεχνία, στα βιβλία, στα παραμύθια, στα όνειρα και μόνο η σημερινή μέρα ήταν για εκείνον το διάστημα που έζησε  την πραγματική ζωή.

Οσίπ Μαντελστάμ (1891 - 1938)



Όλα αυτά τα σκεφτόταν όχι με διάθεση αντιδικίας, αλλά ήρεμα, κάπου βαθιά μέσα του. Οι σκέψεις αυτές δεν είχαν πάθος. Η αδιαφορία τον είχε κυριεύσει από καιρό. Όλα αυτά ήταν πια ανοησίες, «ποντίκια που τρέχουν πανικόβλητα» εν συγκρίσει με την αβάσταχτη δυσκολία της ζωής. Απορούσε μάλιστα που μπορεί ακόμη να σκέφτεται τα ποιήματα, όταν όλα πια είχαν τελειώσει, πράγμα που ο ίδιος το γνώριζε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Σε ποιον άραγε να χρειάζεται εδώ, με ποιον μπορεί να συγκριθεί; Όλα αυτά έπρεπε να κατανοηθούν κι έτσι εκείνος περίμενε . . . και κατάλαβε.

Εκείνες τις στιγμές που η ζωή επέστρεφε στο κορμί του και τα μισάνοιχτα θολά του μάτια άρχιζαν ξαφνικά να βλέπουν γύρω τους, τα βλέφαρα τρεμόπαιζαν και τα δάχτυλα κουνιόνταν, επέστρεφαν και οι σκέψεις, για τις οποίες δεν ήθελε να σκεφτεί ότι είναι οι τελευταίες.

Η ζωή επανέρχονταν πάντα σαν αυταρχική νοικοκυρά: δεν την καλούσε ο ίδιος, και παρόλα αυτά εκείνη επέστρεφε στο κορμί του, στον εγκέφαλό του, επέστρεφε σαν ποιήματα, σαν έμπνευση. Και η σημασία αυτής της λέξης για πρώτη φορά του αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο. Τα ποιήματα είναι εκείνη η ζωοδόχος δύναμη με την οποία ζούσε. Δεν ζούσε για τα ποιήματα, ζούμε με τα ποιήματα.

Τώρα όλα ήταν τόσο προφανές και αισθητό ότι η έμπνευση είναι η ίδια η ζωή × λίγο πριν τον θάνατο  του δόθηκε η ευκαιρία να μάθει ότι η ζωή είναι έμπνευση, κυρίως έμπνευση.

Κι ένιωσε πολύ χαρούμενος που μπόρεσε να μάθει αυτή την τελευταία αλήθεια.

Όλα, ο κόσμος ολάκερος εξισώθηκε με τα ποιήματα: η δουλειά, η χλαπαταγή των αλόγων, το σπίτι, το πουλί, ο βράχος, ο έρωτας – όλη η ζωή έμπαινε εύκολα στα ποιήματα και εκεί βολευόταν άνετα. Και έτσι έπρεπε να είναι, αφού τα ποιήματα ήταν ο λόγος.

Οι στροφές έβγαιναν και τώρα πολύ εύκολα η μία μετά την άλλη, και, παρόλο που από καιρό τώρα δεν έγραφε και δεν μπορούσε να καταγράψει τα ποιήματά του, παρόλα αυτά τα λόγια αποκτούσαν εύκολα κάποιον δεδομένο και κάθε φορά ασυνήθιστο ρυθμό. Ο ρυθμός ήταν αναζητητής, μαγνητικό εργαλείο αναζήτησης των λέξεων και των εννοιών. Κάθε λέξη ήταν ένα μέρος του κόσμου, ανταποκρινόταν στον ρυθμό και ο κόσμος ολάκερος περνούσε με την ταχύτητα κάποιου ηλεκτρονικού μηχανήματος. Όλες φώναζαν: πάρε κι εμένα. Όχι, εμένα. Δεν χρειαζόταν να ψάξει τίποτα. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να πετάει. Λες και εδώ υπήρχαν δύο άνθρωποι – εκείνος, ο οποίος συνθέτει, ο οποίος άφησε ελεύθερη την φλυαρία του, και ο άλλος, εκείνος ο οποίος επιλέγει και από καιρό εις καιρόν σταματάει την μηχανή που δουλεύει. Και, βλέποντας ότι αυτός – είναι δύο άνθρωποι, ο ποιητής κατάλαβε ότι τώρα και μόνο τώρα γράφει πραγματικά ποιήματα.  Και τι έγινε που δεν γράφτηκαν στο χαρτί; Να γράφεις στο χαρτί, να δημοσιεύεις – όλα αυτά είναι ματαιότης ματαιοτήτων. Όλα όσα γεννιούνται ιδιοτελώς δεν είναι και τα καλύτερα. Το καλύτερο είναι εκείνο που δεν γράφτηκε στο χαρτί, που δημιουργήθηκε και εξαφανίστηκε, που χάθηκε δίχως ν’ αφήσει ίχνη, και μόνο η χαρά της δημιουργίας, την οποίο νιώθει ο ίδιος και την οποία αποκλείεται να την μπερδέψει με οτιδήποτε άλλο, αποδεικνύει ότι το ποίημα γράφτηκε, ότι είναι θαυμάσιο το ότι γράφτηκε. Μήπως όμως λαθεύει; Μήπως η χαρά της δημιουργίας του δεν είναι αλάθητη;

Θυμήθηκε πόσο άσχημα, πόσο ποιητικά αδύναμα ήταν τα τελευταία ποιήματα του Μπλοκ και πως ο Μπλοκ δεν το καταλάβαινε αυτό . . .

Ο ποιητής υποχρέωσε τον εαυτό του να σταματήσει. Αυτό ήταν πιο εύκολο να το κάνει εδώ, παρά στο Λένινγκραντ ή την Μόσχα.

Εδώ έπιασε τον εαυτό του να μην σκέφτεται από καιρό για οτιδήποτε. Η ζωή έφυγε και πάλι από μέσα του.

Για ώρες πολλές παρέμεινε ακίνητα ξαπλωμένος και ξαφνικά είδε λίγο πιο μακριά κάτι που έμοιαζε με τόξο ή γεωλογικό χάρτη. Ο χάρτης ήταν βωβός και με μεγάλη προσπάθεια ήθελε να καταλάβει τι απεικόνιζε. Πέρασε ώρα πολλή, μέχρι που να καταλάβει ότι ήταν τα ίδια του τα δάχτυλα. Στις άκρες των δαχτύλων του είχαν απομείνει οι καφετιές κηλίδες από τα τσιγάρα που κάπνισε, που βύζαξε – στο προσκεφάλι μου φαινόταν καθαρά το δαχτυλοσκοπικό σκίτσο, σαν σχέδιο κορυφογραμμής. Το σκίτσο ήταν όμοιο και για τα δέκα δάχτυλα – ομόκεντροι κύκλοι που έμοιαζαν με τομή από κορμό δέντρου. Τότε θυμήθηκε πως κάποτε, στην παιδική του ηλικία, τον είχε σταματήσει στη λεωφόρο ένας κινέζος που δούλευε στο γειτονικό καθαριστήριο, το οποίο βρισκόταν στο υπόγειο του σπιτιού όπου είχε μεγαλώσει. Ο κινέζος τυχαία του έπιασε το ένα χέρι, μετά το άλλο, γύρισε τις χούφτες προς τα πάνω και εκστατικός φώναξε κάτι στην γλώσσα του. Απ’ ότι αποδείχτηκε αργότερα, είχε πει ότι ο μικρός θα είναι ευτυχισμένος, αφού διαθέτει προς τούτο ένα ασφαλές σημάδι. Αυτό το σημάδι της ευτυχίας ο ποιητής το θυμόταν πολλές φορές, ιδιαίτερα συχνά όμως όταν τύπωσε το πρώτο του βιβλίο. Τώρα θυμόταν τον κινέζο δίχως κακία και δίχως ειρωνική διάθεση – του ήταν όλα αδιάφορα.


Το κυριότερο ήταν ότι δεν είχε πεθάνει ακόμη. Τι σημαίνει όμως: πέθανε σα ποιητής; Κάτι το παιδικά αθώο θα πρέπει να έχει αυτός ο θάνατος. Ή κάτι το επιτηδευμένο, το θεατρικό, όπως στο θάνατο του Γιεσένιν και του Μαγιακόφσκι.

Πέθανε σαν ηθοποιός – αυτό είναι κατανοητό κάπως. Αλλά τι θα πει πέθανε σα ποιητής;

Ναι, κάτι είχε καταλάβει για το τι τον περίμενε. Στο τμήμα μεταγωγών είχε προλάβει να καταλάβει και να μαντέψει πολλά. Και ήταν χαρούμενος, χαιρόταν ήρεμα για την αδυναμία του και ήλπιζε ότι θα πεθάνει. Θυμήθηκε μια παλιά διαμάχη που είχε στη φυλακή: τι είναι χειρότερο: η φυλακή ή το στρατόπεδο; Κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια, τα επιχειρήματα ήταν θεωρητικά, ενώ ο άνθρωπος που μεταφερόταν από το στρατόπεδο στη φυλακή απλά χαμογελούσε με σκληρότητα. Θυμόταν για πάντα το χαμόγελο αυτού του ανθρώπου, σε τέτοιο βαθμό που φοβόταν να θυμάται.

Σκεφτείτε πόσο επιδέξια θα ξεγελάσει όλους εκείνους που τον έφεραν εδώ, αν πεθάνει τώρα – για δέκα ολόκληρα χρόνια. Πριν από μερικά χρόνια ήταν εξόριστος και γνώριζε ότι έχει καταγραφεί για πάντα στους ειδικούς καταλόγους. Για πάντα; Τα όρια μπερδεύτηκαν, τα λόγια έχασαν το νόημα τους.

Ένιωσε και πάλι την πλημμυρίδα των δυνάμεών του, μια πλημμυρίδα σαν εκείνη της θάλασσας. Μια πλημμυρίδα που κράτησε ώρες. Και μετά η άμπωτης. Η θάλασσα όμως δεν φεύγει για πάντα μακριά μας. Θα συνέλθει κι αυτός.

Άξαφνα θέλησε να φάει, δεν είχε όμως τις δυνάμεις να κινηθεί. Αργά και με δυσκολία θυμήθηκε ότι έδωσε τη σημερινή του σούπα στον γείτονα, ότι το κύπελλο με το ζεστό νερό ήταν τώρα πια η μοναδική του τροφή για την τελευταία του μέρα. Εκτός από το ψωμί, φυσικά. Το ψωμί όμως το μοίρασαν πριν από πολλές ώρες. Το χθεσινό του το είχαν κλέψει. Κάποιος είχε ακόμη δυνάμεις να κλέβει.

Έμεινε λοιπόν ξαπλωμένος δίχως να σκέφτεται τίποτα μέχρι που ήρθε το πρωί. Το ηλεκτρικό φως έγινε πιο κίτρινο και έφεραν πάνω σε ταψιά ψωμί, έτσι όπως έκαναν κάθε μέρα.

Δεν ανησυχούσε όμως, δεν κοιτούσε την κόρα, δεν έκλαιγε, αν δεν έφτανε η κόρα γι’ αυτόν, δεν έχωνε στο στόμα του με τρεμάμενα δάχτυλα την ψίχα και η ψίχα να λιώνει στο στόμα του, τα ρουθούνια του ήταν πρησμένα και με όλες του τις αισθήσεις ένιωθε την γεύση και την μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ψωμιού. Η ψίχα όμως δεν ήταν στο στόμα του, παρόλο που δεν είχε προλάβει όχι μόνο να καταπιεί μια γουλιά αλλά ούτε καν να κουνήσει τα χείλη του. Το κομμάτι του ψωμιού έλιωνε, εξαφανίστηκε και αυτό ήταν θαύμα – ένα από τα πολλά θαύματα που συμβαίνουν εδώ. Όχι, τώρα πια δεν ανησυχούσε. Όταν όμως του απώθησαν στα χέρια το σημερινό προσφάι, το άρπαξε με τα δίχως αίμα δάχτυλα του και έφερε το ψωμί στο στόμα του. Μασούσε το ψωμί με τα σαπισμένα του δόντια, τα ούλα μάτωναν, τα δόντια κουνιόνταν, εκείνος όμως δεν ένιωθε τον πόνο. Με όσες δυνάμεις του απέμεναν έφερνε το ψωμί στο στόμα του, το έχωνε μέσα, το μασούσε, το κατάπινε . . . Τον σταμάτησαν οι συγκάτοικοί του . . .

Μην το τρως όλο, καλύτερα να το φας αργότερα . . . Τότε ο ποιητής κατάλαβε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, δίχως να αφήνει το ματωμένο από τα βρώμικα, μελανά του δάχτυλα, ψωμί.

Πότε αργότερα; - είπε με φωνή καθάρια. Κι έκλεισε τα μάτια του.

Λίγο πριν βραδιάσει πέθανε.


Τον διέγραψαν από τις καταστάσεις μετά από δύο ημέρες – οι επινοητικοί συγκάτοικοι του κατόρθωσαν να παίρνουν το μερίδιο του σε ψωμί για δύο ακόμη μερόνυχτα × ο νεκρός σήκωνε το χέρι, σαν μαριονέτα. Πάει να πει, πέθανε νωρίτερα από την ημερομηνία θανάτου που γράφουν στα χαρτιά – ένα σημαντικό στοιχείο για τους μελλοντικούς του βιογράφους.
Βαρλάμ Σαλάμοφ
Ένας ενοχλητικός αυτόπτης μάρτυρας


1958

Μτφ: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 

ΠΗΓΗ: samizdat project






Blondie