Γεννήθηκε σαν σήμερα στις 17 Ιανουαρίου 1860 στην κωμόπολη Τανγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία. Έφυγε στις 2 Ιουλίου 1904 σε ηλικία μόλις 44άρρων ετών στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ και τάφηκε στη Μόσχα στις 9 Ιουλίου 1904. Θεωρείται από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και άσκησε μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που "ξοδεύουν" τη ζωή τους μέσα στην πνιγερή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας.
Ήταν το τρίτο παιδί από τα έξι της οικογένειάς του και μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό και θρησκευτικό περιβάλλον. Ο παππούς του ήταν δουλοπάροικος, που εξαγόρασε την ελευθερία του. Ο πατέρας του δούλευε ως λογιστής και διατηρούσε τυροκομείο. Το ελάχιστο κέρδος του πατέρα ήταν αδύνατον να καλύψει τις ανάγκες της μεγάλης οικογένειας, γεγονός που τον ανάγκασε να δηλώσει πτώχευση. Τα δύο αδέλφια του Τσέχωφ, αντιδρώντας στον αυταρχισμό του πατέρα τους και στην καθημερινή τους μιζέρια έφυγαν από το σπίτι. Για να αποφύγει την δικαστική δίωξη των δανειστών του, ο πατέρας του κατέφυγε στη Μόσχα. Λίγο αργότερα έφυγε και η μητέρα του με τα υπόλοιπα αδέλφια του. Τ πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην προπαρασκευαστική τάξη του ενοριακού ελληνικού σχολείου του Ταγκανρογκ και στη συνέχεια φοίτησε στο κλασσικό γυμνάσιο της πόλης. Από την 6η τάξη του γυμνασίου αναγκάστηκε να βγάζει το ψωμί του παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον. Πούλησε ότι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού και έστειλε τα λεφτά στους γονείς του στη Μόσχα.
Το 1879 μπαίνει στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας, απ' όπου αποφοίτησε το 1884. Από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις, μονόπρακτα και ως φοιτητής δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ξυπνητήρι", "Θεατής", "Μόσχα", "Φως και σκιά", "Θραύσματα", κ.ά., με το ψευδώνυμο Αντόνια Τσεχοντέ. Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων "Τα παραμύθια της Μελπομένης" και το 1885 τις "Φανταχτερές Ιστορίες".
Παράλληλα με το επάγγελμα του γιατρού, αναπτύσσει μεγάλη και σημαντική συγγραφική δραστηριότητα. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο "Κύκνειο άσμα". Το 1887 ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του "Ιβάνοφ", το οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές. Γεγονός που τον οδήγησε να μην δώσει ποτέ σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο "Δαίμονας του δάσους" (πρώτη μορφή του έργου "Θείος Βάνιας"). Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Το 1891 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Ρωσία εργάζεται εντατικά ως γιατρός για την καταπολέμηση της χολέρας. Εγκαθίσταται στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Προηγουμένως, έχει επισκεφθεί τη νήσο Σαχαλίνη, μελετώντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων. Το 1894 πραγματοποιεί το δεύτερο ταξίδι του στο εξωτερικό. Το 1896 ανεβαίνει ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι, το έργο του "Ο Γλάρος". Τη χρονιά εκείνη αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης. Επίσης, το 1896, με χρήματα που συγκεντρώνει από εράνους, φιλανθρωπίες και παραστάσεις, χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ. Νέα κρίση της αρρώστιας του το 1897, τον αναγκάζει να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας Γαλλίας, ενώ ανεβαίνει στην ρωσική επαρχία "Ο Θείος Βάνιας".
Το 1898 και 1899 παρουσιάζονται στο κοινό της Μόσχας από το Θέατρο Τέχνης, με πολύ μεγάλη επιτυχία, τα έργα του "Ο Γλάρος" και "Θείος Βάνιας". Η συνεργασία του Τσέχωφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Σανισβάλσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας τους. Την εποχή αυτή εγκαθίσταται μόνιμα στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της υγείας του. Το 1900 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται με την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ. Την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα "Οι τρεις αδερφές", πάλι από το Θέατρο Τέχνης. Το 1902 παραιτείται από την Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη αποδοχή ως μέλους της, του Γκόρκι.
Ήταν το τρίτο παιδί από τα έξι της οικογένειάς του και μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό και θρησκευτικό περιβάλλον. Ο παππούς του ήταν δουλοπάροικος, που εξαγόρασε την ελευθερία του. Ο πατέρας του δούλευε ως λογιστής και διατηρούσε τυροκομείο. Το ελάχιστο κέρδος του πατέρα ήταν αδύνατον να καλύψει τις ανάγκες της μεγάλης οικογένειας, γεγονός που τον ανάγκασε να δηλώσει πτώχευση. Τα δύο αδέλφια του Τσέχωφ, αντιδρώντας στον αυταρχισμό του πατέρα τους και στην καθημερινή τους μιζέρια έφυγαν από το σπίτι. Για να αποφύγει την δικαστική δίωξη των δανειστών του, ο πατέρας του κατέφυγε στη Μόσχα. Λίγο αργότερα έφυγε και η μητέρα του με τα υπόλοιπα αδέλφια του. Τ πρώτα του γράμματα τα έμαθε στην προπαρασκευαστική τάξη του ενοριακού ελληνικού σχολείου του Ταγκανρογκ και στη συνέχεια φοίτησε στο κλασσικό γυμνάσιο της πόλης. Από την 6η τάξη του γυμνασίου αναγκάστηκε να βγάζει το ψωμί του παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον. Πούλησε ότι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού και έστειλε τα λεφτά στους γονείς του στη Μόσχα.
Το 1879 μπαίνει στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας, απ' όπου αποφοίτησε το 1884. Από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις, μονόπρακτα και ως φοιτητής δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ξυπνητήρι", "Θεατής", "Μόσχα", "Φως και σκιά", "Θραύσματα", κ.ά., με το ψευδώνυμο Αντόνια Τσεχοντέ. Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων "Τα παραμύθια της Μελπομένης" και το 1885 τις "Φανταχτερές Ιστορίες".
Παράλληλα με το επάγγελμα του γιατρού, αναπτύσσει μεγάλη και σημαντική συγγραφική δραστηριότητα. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο "Κύκνειο άσμα". Το 1887 ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του "Ιβάνοφ", το οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές. Γεγονός που τον οδήγησε να μην δώσει ποτέ σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο "Δαίμονας του δάσους" (πρώτη μορφή του έργου "Θείος Βάνιας"). Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Το 1891 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Ρωσία εργάζεται εντατικά ως γιατρός για την καταπολέμηση της χολέρας. Εγκαθίσταται στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Προηγουμένως, έχει επισκεφθεί τη νήσο Σαχαλίνη, μελετώντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων. Το 1894 πραγματοποιεί το δεύτερο ταξίδι του στο εξωτερικό. Το 1896 ανεβαίνει ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι, το έργο του "Ο Γλάρος". Τη χρονιά εκείνη αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης. Επίσης, το 1896, με χρήματα που συγκεντρώνει από εράνους, φιλανθρωπίες και παραστάσεις, χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ. Νέα κρίση της αρρώστιας του το 1897, τον αναγκάζει να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας Γαλλίας, ενώ ανεβαίνει στην ρωσική επαρχία "Ο Θείος Βάνιας".
Το 1898 και 1899 παρουσιάζονται στο κοινό της Μόσχας από το Θέατρο Τέχνης, με πολύ μεγάλη επιτυχία, τα έργα του "Ο Γλάρος" και "Θείος Βάνιας". Η συνεργασία του Τσέχωφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Σανισβάλσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας τους. Την εποχή αυτή εγκαθίσταται μόνιμα στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της υγείας του. Το 1900 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται με την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ. Την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα "Οι τρεις αδερφές", πάλι από το Θέατρο Τέχνης. Το 1902 παραιτείται από την Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη αποδοχή ως μέλους της, του Γκόρκι.
Σαν σήμερα, το 1904 , λίγο πριν το θάνατο του, το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας παρουσιάζει το έργο του "Ο βυσσινόκηπος" σαν δράμα, από τον σκηνοθέτη Στανισλάφσκι, προκαλώντας την απογοήτευση του συγγραφέα, ο οποίος "ήθελε" να είναι κωμωδία.
Το στοιχείο της φάρσας και οι κωμικοί χαρακτήρες
Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά, ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Ας δούμε λίγο για τι χαρακτήρες μιλάμε. Ο Γκάγιεφ, ο αδελφός της ιδιοκτήτριας του υποστατικού, της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, αναλώνεται στο να φαντάζεται διαρκώς κινήσεις του μπιλιάρδου, να βγάζει λόγο για τη βιβλιοθήκη του και να προτείνει ανόητες κι ανεφάρμοστες λύσεις για την αποτροπή της πώλησης του χρεωμένου κτήματος, ενώ ταυτόχρονα φλυαρεί ακατάσχετα και ισχυρίζεται με περηφάνια πως έχει ξοδέψει μια περιουσία σε καραμέλες. Η αδελφή του, σκορπίζει δεξιά κι αριστερά και το τελευταίο της καπίκι, άλλοτε από μεγαλομανία κι άλλοτε από ανερμάτιστη φιλανθρωπία, σχίζει τα γράμματα του άπιστου εραστή της για να μαζέψει κατόπιν τα κομμάτια και να τα κρύψει στην τσάντα της, κάνει πάρτι τη μέρα που βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτήμα της και συμπεριφέρεται σαν κοριτσάκι στην πρώτη εφηβεία του. Ο έμπορος Λοπάχιν που θα αγοράσει στο τέλος το κτήμα, στο οποίο οι πρόγονοί του και ο ίδιος ήταν κολίγοι, έχει μερικές καλές ιδέες και ξέρει να κερδίζει χρήματα αλλά είναι κομπλεξικός, αντιδραστικός, αγροίκος και δεν τα καταφέρνει όχι να φλερτάρει αλλά ούτε καν να ζητήσει σε γάμο την ψυχοκόρη της Λιούμπα, την εργατική και τίμια Βάρια, παρόλο που θα ήταν ιδανική σύζυγος γι’ αυτόν. Η ίδια η Βάρια εμφανίζει ήδη τα συμπτώματα της γεροντοκόρης και συμπεριφέρεται σαν παραλογισμένη: τη μία στιγμή θέλει να ζήσει ελεύθερη, ταξιδεύοντας και κάνοντας επισκέψεις σε μοναστήρια, ενώ την άλλη εκνευρίζεται κι απογοητεύεται γιατί ο Λοπάχιν δεν έχει ζητήσει ακόμα το χέρι της. Ξεκαρδιστικοί είναι και οι δύο νεαροί υπηρέτες. Η Ντουνιάσσα μιμείται κακότεχνα τις κυρίες της και παριστάνει αδέξια την ευαίσθητη, καλομαθημένη δεσποινίδα ενώ ο αλαζονικός και βαθιά συντηρητικός Γιάσσα έχει αποκτήσει τόσο αριστοκρατικές έξεις, που δεν μπορεί πια παρά να ζει στο Παρίσι, να τρώει χαβιάρι και να πίνει σαμπάνια. Η Άννια, η κόρη της Λιούμπα κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμωφ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς και βγάζουν μαζί κηρύγματα για τον καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο που έχουν οραματιστεί, αλλά δεν μπορούν καν να αντιληφθούν πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και πως συμπεριφέρονται σαν νήπια. Ο Επιχόντωφ, ο γραμματέας, σκοντάφτει σε κάθε βήμα του, παθαίνει το ένα ατύχημα μετά το άλλο, διαβάζει βιβλία που ούτε καν τα καταλαβαίνει για να δείχνει μορφωμένος, τριγυρνάει συνέχεια μέσα στις φούστες της Ντουνιάσσα, που δεν διστάζει να τον εξευτελίζει και κρατάει ένα όπλο για την περίπτωση που θα βρει το θάρρος να αυτοκτονήσει, κάτι το οποίο όμως μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Όσο για τον Πίστσικ, ένα γείτονα κτηματία, αυτός κι αν είναι γελοίος. Μπλέκεται στα πόδια των κατοίκων του σπιτιού, ενοχλεί όλο τον κόσμο, ζητάει φορτικά δανεικά και καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά του, μέχρι και χάπια. Για να συμπληρωθεί το παζλ των κωμικών χαρακτήρων, έχουμε και την Σαρλόττα, την κουβερνάντα η οποία μεγάλωσε σε τσίρκο και διασκεδάζει κάνοντας μαγικά κόλπα, σέρνει πίσω της ένα σκυλάκι που τρώει ακόμα και καρύδια και βυθίζεται στη μοιρολατρία της, αφού νιώθει διαρκώς μόνη, παρόλο που περιστοιχίζεται από ένα πλήθος κόσμου. Όσο για τον υπερήλικα και θεόκουφο υπηρέτη Φιρς, δεν μπορεί ούτε στα πόδια του να σταθεί αλλά περιφέρεται συνέχεια στο αρχοντικό γεμάτος σπουδή, ανακατεύεται σε όλα, συμπεριφέρεται στους αφέντες του σαν να είναι ανήλικοι και κάθε τόσο βγάζει και ένα λογύδριο για τις παλιές καλές εποχές της νιότης του.
Η δραματική αίσθηση της απώλειας και του ανικανοποίητου
Αν όμως κανείς αλλάξει ελάχιστα την οπτική του γωνία, θα δει το δράμα μέσα στην κωμωδία και το τραγικό πίσω από τη φάρσα. Ο Γκάγιεφ είναι ένας δυστυχής που έχει μάθει να τον φροντίζουν οι άλλοι και δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους συγγενείς του. Μαζί με τη Λιούμπα περιφέρονται σαν υπνοβάτες, καταδικασμένοι να στερηθούν τον όμορφο και ασφαλή κόσμο τους, που όμως έχει γεράσει και παρακμάσει πια τόσο πολύ, ώστε είναι προορισμένος να χαθεί για πάντα. Οι αριστοκρατικές βυσσινιές τους που αναφέρονταν μέχρι και στο λεξικό, θα κοπούν και το σπίτι τους, στο οποίο πέρασαν την ευτυχισμένη νιότη τους, θα γκρεμιστεί. Η Λιούμπα, βλέπει τη ζωή της να χάνεται κι αρπάζεται από ανέλπιδους έρωτες που την πληγώνουν χωρίς να μπορούν να την παρηγορήσουν. Μέσα της αιμορραγεί ακόμα η πληγή που της προκάλεσε η απρόσμενη απώλεια του ανήλικου γιου της, ο οποίος πέθανε από πνιγμό στο ποτάμι. Και ξέρει κατά βάθος, παρά την επιπολαιότητά της, πως ό,τι αγάπησε ή αγαπάει, δεν μπορεί να το διεκδικήσει, είναι καταδικασμένο να καταλήξει σύντομα στο θολό βυθό του νωθρού ποταμού της ζωής της, αφήνοντάς την γυμνή, ανυπεράσπιστη και μόνη. ΗΒάρια, θα αποχωριστεί τις φροντίδες του αγαπημένου υποστατικού που γέμιζαν την άχαρη ζωή της και μάλλον δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια δική της οικογένεια. Όταν το κτήμα πουλιέται, φεύγει, πηγαίνει να υπηρετήσει ξένους, αφήνοντας πίσω της κάθε ελπίδα για μια ήσυχη και ασφαλή ζωή ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπάει. Ο Λοπάχιν έχει κερδίσει χρήματα αλλά πάντα θα νιώθει κατώτερος κι ασήμαντος, αφού δεν μπόρεσε ούτε να μορφωθεί, ούτε να εξευγενιστεί. Γνωρίζει πως δεν γίνεται αποδεκτός από εκείνους που εκτιμάει και πως για όσους θα ήθελε να τον εκτιμούν, παραμένει ένα ενοχλητικό αν και συμπαθές, απόβλητο. Η Ντουνιάσσα έχει κατά βάθος την επίγνωση πως η αριστοκρατικότητά της είναι πλαστή, πως θα μείνει σε όλη της τη ζωή υπηρέτρια και πως μάλλον θα καταλήξει σύζυγος ενός άχαρου γέρου. Ο Γιάσσαείναι τόσο αλαζονικός, ώστε μοιραία θα προσγειωθεί ανώμαλα όταν θα τον εγκαταλείψει η φρέσκια και νεανική του εμφάνιση. Άλλωστε δεν είναι, ούτε πρόκειται να καταφέρει να γίνει ο μπον βιβέρ που ονειρεύεται. Η Άννια, είναι βέβαια δραστήρια και αισιόδοξη αλλά υποφέρει από την έλλειψη μητρικής φροντίδας και νιώθει ανασφάλεια γιατί αυτή, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, πρέπει να φανεί δυνατή, να προστατεύει την «ανήλικη» μητέρα της ή να συνεφέρνει τον ανώριμο θείο της. Ο Τροφίμωφ ξέρει πως οι υψηλές του ιδέες δεν θα τον σώσουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια αφού δεν είναι σε θέση ούτε τις σπουδές του να ολοκληρώσει, ούτε τα πραγματικά του αισθήματα και τις ουσιαστικές του ανάγκες να συνειδητοποιήσει, ούτε το νέο κόσμο που οραματίζεται, να διεκδικήσει. Ο Επιχόντωφ γνωρίζει πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, και πως δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσει γι’ αυτόν συμπάθεια ή έλξη έστω και μία υπηρέτρια. Ταπεινωμένος κι αδέξιος, φλερτάρει ακόμα και με την αυτοκτονία. Ο Πίστσικ, στα πρόθυρα του εμφράγματος, δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να απελευθερωθεί από την αρρωστημένη, βουλημική εμμονή του με το χρήμα και από την καταναγκαστική αγωνία του μήπως απολέσει την πολύτιμη περιουσία του, είτε πορτοφόλι είναι αυτή, είτε χτήμα. Η Σαρλόττα, εγκαταλελειμμένη στην ουσία από την παιδική της ακόμα ηλικία, ζει απομονωμένη σ’ έναν κόσμο περίκλειστο, θλιβερό, χωρίς λάμψη και χωρίς καμιά ευτυχία, εκτεθειμένη σε κάθε αναποδιά της τύχης. Ο Φιρς εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος, μέσα σε βαθιά ανέχεια, ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Πέρασε η ζωή, πάει... σαν να μην την έζησα... Δεν έχεις πια δύναμη...Τίποτα δεν σ’ απόμεινε...» λέει στον εαυτό του στο σπαρακτικό φινάλε του έργου.
Μαρία Χαλκίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου